τεργεσταίος

τεργεσταίος
-α, -ο, Ν [Τεργέστη]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Τεργέστη ή αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την Τεργέστη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”